Κατηγορία:Αρχαία ελληνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
αρχαία ελληνικά
Επίσης
Χρήσιμα
|
Ο Τομέας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας καλύπτει την περίοδο από το 700 πκε έως και την κοινή ελληνιστική μέχρι τον Ιουστινιανό, δηλαδή έως το 600 κε
Περιλαμβάνει*
12.520 | λέξεις, εκφράσεις, προσφύματα και σύμβολα | |
3.041 | και στην ελληνιστική κοινή | |
50.039 | ανδρικά ή κοινού γένους ονόματα | όπως έχουν βρεθεί σε κείμενα και επιγραφές (πηγές) |
11.125 | γυναικεία ονόματα | |
601 | τοπωνύμια | |
74.284 | σελίδες συνολικά |
Επιπλέον υπάρχουν και 3.278 κλιτικοί τύποι και το βιβλίο φράσεων
Για τα αρχαία ελληνικά γραμμένα στη Γραμμική Βήτα, δείτε την Κατηγορία:Μυκηναϊκή διάλεκτος
Η υποθετική πρωτοελληνική γλώσσα, στην Κατηγορία:Πρωτοελληνική γλώσσα
Δείτε επίσης
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 11 υποκατηγορίες, από 32 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ο
Π
Σ
Φ
Χ
Σελίδες στην κατηγορία "Αρχαία ελληνικά"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 12.610 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Μ
- μία
- μιᾷ
- μιαιφονία
- μιαιφόνος
- μιαρός
- μιᾶς
- μιγάς
- μίγμα
- μῖγμα
- μίγνυμι
- μίη
- μιηφόνος
- μικκός
- μικρο-
- μικροπόνηρος
- μικρόφωνος
- μικρῶς
- μίλτος
- μιμάς
- μιμέομαι
- μίμημα
- μίμησις
- μίνθα
- μίνθη
- μίνθος
- μινύθω
- μινυνθάδιος
- μινυρός
- μίξις
- μῖξις
- μιξοβάρβαρος
- μίσα
- μισγάγκεια
- μίσγω
- μισέλλην
- μισέω
- μισθάριον
- μισθοδοτέω
- μισθός
- μίσθωμα
- μίσθωσις
- μῖσος
- μισότεκνος
- μίσυ
- μῖσυ
- μνᾶ
- μνᾶμα
- μναμεῖον
- μνάμων
- μνᾶστις
- μνεία
- μνῆμα
- μνημεῖον
- μνημήιον
- μνημήϊον
- μνημοσύνη
- μνημόσυνον
- μνήμων
- μνησίκακος
- μνησικακῶ
- μνηστήρ
- μνῆστις
- μνηστός
- μνοῦς
- μνῶμαι
- μόθος
- μοῖρα
- μοιχός
- -μολπος
- μολύβδινος
- μόλυβδος
- μόλυνσις
- μολών
- μολών λαβέ
- μονάς
- μονασμός
- μονήρης
- μονθυλεύω
- μονίμως
- μονόδους
- μονοζυγής
- μονόζυξ
- μονόκερως
- μονόκλιτος
- μονόλιθος
- μονομαχία
- μονομαχῶ
- μονοπώλιον
- μόνος
- μονόφθαλμος
- μονόφρων
- μονόφωνος
- μονόχειρ
- μονῶ
- μόνωσις
- μορία
- μορμολύκειον
- μορμολυκεῖον
- μορμολύκιον
- μορμολύττω
- μορμύρω
- Μορμώ
- μόρον
- μόρος
- μόρσιμον
- μόρσιμος
- μορτός
- μορυχός
- μορφόω
- μορφῶ
- -μός
- Μουνιχίαζε
- Μουνιχίαθεν
- Μουνιχίασι
- Μουνίχιος
- μουνόλιθος
- μουνομαχίη
- μοῦνος
- Μουνυχίαζε
- Μουνυχίασι
- μοχθηρός
- μόχθος
- μοχθῶ
- μόχλευσις
- μοχλεύω
- μῦ
- μῦα
- μυαλός
- μύδιον
- μύδρος
- μύησις
- μυθολογῶ
- μῦθος
- μυῖα
- μύκης
- μυκτήρ
- μύλη
- μυλών
- Μυονεύς
- μυοπάρων
- μυρεψός
- μυριάκις
- μυριάς
- μυρίκη
- μύρμηκος ἀτραποί
- μύρμηξ
- μυρρίνη
- μύρρινον
- μύρρινος
- μυρσίνη
- μύρσινος
- μύρτον
- μύρτος
- μῦς
- μυσαρός
- μύσος
- μυσσωτός
- μύσταξ
- μυστήριον
- μύστρον
- μυσωτός
- μύττομαι
- μυττωτός
- μυχθίζω
- μυχθισμός
- μύχιος
- μυχός
- μύω
- μυωπία
- μύωψ
- μῶλυ
- μῶμος
- μῶνος
- μωρολόγος
- μῶρος
- μωρός