Κατηγορία:Αρχαία ελληνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
αρχαία ελληνικά
Επίσης
Χρήσιμα
|
Ο Τομέας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας καλύπτει την περίοδο από το 700 πκε έως και την κοινή ελληνιστική μέχρι τον Ιουστινιανό, δηλαδή έως το 600 κε
Περιλαμβάνει*
12.521 | λέξεις, εκφράσεις, προσφύματα και σύμβολα | |
3.041 | και στην ελληνιστική κοινή | |
50.039 | ανδρικά ή κοινού γένους ονόματα | όπως έχουν βρεθεί σε κείμενα και επιγραφές (πηγές) |
11.125 | γυναικεία ονόματα | |
601 | τοπωνύμια | |
74.285 | σελίδες συνολικά |
Επιπλέον υπάρχουν και 3.306 κλιτικοί τύποι και το βιβλίο φράσεων
Για τα αρχαία ελληνικά γραμμένα στη Γραμμική Βήτα, δείτε την Κατηγορία:Μυκηναϊκή διάλεκτος
Η υποθετική πρωτοελληνική γλώσσα, στην Κατηγορία:Πρωτοελληνική γλώσσα
Δείτε επίσης
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 14 υποκατηγορίες, από 32 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Μ
Ο
Π
Σ
Φ
Χ
Σελίδες στην κατηγορία "Αρχαία ελληνικά"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 12.611 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Λ
- λυγίζω
- λυγμός
- λύγξ
- λυγρός
- λυγρῶς
- Λύδιος
- λυθείς
- λυθήσομαι
- λυθησόμενος
- λυκάβας
- Λύκαιος
- Λυκαῖος
- λύκειος
- *λύκη
- λυκῆ
- λυκηδόν
- Λύκηος
- λυκόω
- λῦμα
- λύμη
- λύομαι
- λυόμενος
- λυπέω
- λύπη
- λυπηρός
- λυπηρῶς
- λυπῶ
- λύρα
- λυσάμενος
- λύσας
- λυσίκακος
- λυσιμελής
- λύσις
- λυσιτελέω
- λυσιτελής
- λυσόμενος
- λύσσα
- λύσων
- λυτήρ
- λύω
- λύων
- λωβάομαι
- λώβη
- λωβητήρ
- λωβητός
- λωβῶμαι
- λῶμα
- λώπη
- λωποδυτέω
- λωποδύτης
- λωτρόν
- λωφάω
Μ
- -μ-
- μαγγανεία
- μαγγανεύω
- μάγγανον
- μαγειρεῖα
- μαγειρεῖον
- μαγείρισσα
- μάγειρος
- μάγευμα
- Μάγνης
- μαδαρός
- μαδάω
- μάδησις
- μᾶζα
- μαζός
- μαθηματικός
- μάθησις
- μαθών
- μαῖα
- μαίευσις
- μαινάς
- Μαιονίδης
- Μάϊος
- Μαιῶται
- Μαιώτης
- μαιώτης
- Μαιωτικός
- μακαρία
- μακάριος
- μακαριότης
- μακαρισμός
- Μακεδών
- μᾶκος
- μακραίων
- μακράν
- μακροβιότης
- μακροβίοτος
- μακροθυμία
- μακροθύμως
- μακρολόγος
- μακρολογώτερος
- μακροπερίοδος
- μακρόπνοος
- μακρόπνους
- μακροσκελής
- μακρόχειρ
- μάλα
- μαλακία
- μαλακιάω
- μαλακόθριξ
- μαλακός
- μαλακότης
- μαλάσσω
- μαλάττω
- μαλάχη
- *μάλη
- μάλης
- μαλθακία
- μαλθακίζομαι
- μαλθακός
- μαλθακότης
- μαλθάσσω
- μάλθη
- μάλκη
- μαλκιάω
- μαλκίω
- μᾶλλον
- μαλλός
- μᾶλον
- μαμμάκυθος
- μάμμη
- μαμουγέρα
- μανδαλωτός
- μάνδρα
- μανδύα
- μανδύη
- μανδύης
- μανθάνω
- μανιῶδες
- μανιώδης
- μάννος
- μανός
- μαντεία
- μαντευτής
- μαντικῶς
- μαντίλιον
- μάντις
- -μανῶ
- μάππα
- μάραθον
- μαραίνω
- μαργάω
- μάργος
- μάρναμαι
- μαρνάμενος
- μαρούλιον
- μάρπτω
- μάρσιππος
- μάρτυρ
- μαρτυρία
- μάρτυρος
- μάρτυς
- μασάομαι
- μάσημα
- μασητήρ
- μάσσω
- μαστάζω
- μάσταξ
- μαστήρ
- μαστίζω
- μάστιξ
- μαστίχη
- μαστός
- μαστροπός
- μαστρός
- μασῶμαι
- ματαιόκομπος
- μάταιος
- μάτημι
- μάτηρ
- μάττω
- μαυλίζω
- μαυλιστής
- μαυλίστρια
- μάχαιρα
- μαχαιροποιός
- μαχαίτας
- μαχανά
- μαχατάς
- μαχέομαι
- μάχη
- μαχητής
- μαχητός
- μάχιμος
- μάχομαι
- μαχόμενος
- μάψ
- μαψυλάκας
- μεγαλαυχία
- μεγαληγορία
- μεγαλήτωρ
- μεγαλοπράγμων
- μεγαλοπρεπής
- μεγαλόσχημος
- μεγαλουχία
- μεγαλόφρων
- μέγαρα
- Μεγαράδε