νάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
νάκα < → δείτε τη λέξη δουνάκα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νάκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Σοφία Αποστολοπούλου, «Τα φαινόμενα της αποβολής των άτονων υψηλών φωνηέντων/i, u/ και της στένωσης στο ιδίωμα των Δαρνακοχωρίων του νομού Σερρών», Πέλοπας - Pelopas 4,1 (Ιανουάριος - Ιούνιος 2020), σ. 57, ISSN 2529-1831. Στο researchgate.net· πρόσβαση: 2021-06-22.


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάκα οι νάκες
      γενική της νάκας των νακών
    αιτιατική τη νάκα τις νάκες
     κλητική νάκα νάκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νάκα < αρχαία ελληνική νάκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νάκα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]