ἱεροσκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἱεροσκόπος, -ος, -ον
- αυτός που εξετάζοντας τα θυσιασθέντα προβαίνει σε μαντείες.
- ο μάντις επί θυσιών