ἱεροσκόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱεροσκόπος < ἱερός + σκοπέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἱεροσκόπος, -ος, -ον

  1. αυτός που εξετάζοντας τα θυσιασθέντα προβαίνει σε μαντείες.
  2. ο μάντις επί θυσιών