ἀμφίσβαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀμφίσβαινα < ἀμφί- + βαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀμφίσβαινα, θηλυκό
- (φίδι) είδος φιδιού που πήρε το όνομά του (ἀμφίσβαινα→ ἀμφί + βαίνω) από την ικανότητά του να έρπει προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Λουκιανός. Διψάδες 3.9
- ※ εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τήν ουράν κολοβήν ἔχον καί αύτῃ πολλάκις τήν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινάς ἀμφισβητείν μή δύο κεφαλάς έχειν· λέγεται δέ και διά τοῦ μ ἀμφίσβαινα. (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀμφίσβαινα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφίσβαινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.