ἀάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀάω   ἀάομαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  ἀάσω   ἀάσομαι - ἀσθήσομαι 
Αόριστος  ἄασα ή ἆσα   ἀασάμην ή ἀσάμην - ἀάσθην 
Παρακείμενος  ----(*)----   ----(*)---- 
Υπερσυντέλικος  ----(*)----   ----(*)---- 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀάω < ἄω (πλήττω)

ἀάω

  1. σύνταξη με αιτιατική, ἀάω τινά: πλήττω, χτυπώ
  2. (αμετάβατο) βλάπτω, αποπλανώ, μωραίνω, ξεμυαλίζω
  3. (στους μεσοπαθητικούς τύπους) φέρομαι παράλογα, τυφλώνομαι, αποβλακώνομαι από πάθος ή ανοησία, κάνω κάποια τρέλα
    ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. : τα έχασα (με τύφλωσε το πάθος μου/φέρθηκα σαν τρελός), δεν το αρνιέμαι ούτε εγώ ο ίδιος (Ιλιάδα, 9.116)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

(της ενεργητικής μορφής)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το ρήμα ἀάω είναι ελλιπές, δεν έχει παρακείμενο και υπερσυντέλικο, απαντάται στην Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, πρόκειται για πολύ αρχαίο ρήμα.