курва
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]курва (bg) θηλυκό
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]курва (ru) θηλυκό
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]курва (sr) (λατινική γραφή: kurva) θηλυκό
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]курва (mk) θηλυκό