χήρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χήρειος < χηρεύω

Επίθετο

[επεξεργασία]

χήρειος, α, ον ( & χηρήϊος,α,ον)

  1. που χηρεύει
  2. που έχει στερηθεί κάποιον, ορφανός, απροστάτευτος με τον άνδρα νεκρό
    χηρήϊος οἶκος

Συγγενικά

[επεξεργασία]