τρυγών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῡγων-, τρῡγον-
ονομαστική τρυγών αἱ τρυγόνες
      γενική τῆς τρυγόνος τῶν τρυγόνων
      δοτική τῇ τρυγόν ταῖς τρυγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τρυγόν τὰς τρυγόνᾰς
     κλητική ! τρυγών τρυγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυγόνε
γεν-δοτ τοῖν  τρυγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρυγών < τρύζω < *τρυγ–ʝω, τρυγ- + -ών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρυγών, -όνος θηλυκό

  1. (πτηνό) τρυγόνι
  2. (ιχθυολογία) σαλάχι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δε σχετίζονται: Λαιστρυγών, Λαιστρυγόνες