τηλεθάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τηλεθάω < εκτεταμένος τύπος του θάλλω (ακμάζω, ανθίζω)

τηλεθάω (απαντά μόνο στη μετοχή ενεστώτα: τηλεθάων)

  1. (για δένδρα, φυτά) ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς
  2. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) είμαι γεμάτος ζωντάνια, ακμαίος
  3. (μεταφορικά) (για πράγματα) πλούσιος, άφθονος