τάρβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τάρβος | τὰ | τάρβη - τάρβεᾰ |
γενική | τοῦ | τάρβους - τάρβεος | τῶν | ταρβῶν - ταρβέων |
δοτική | τῷ | τάρβει - τάρβεῐ̈ | τοῖς | τάρβεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τάρβος | τὰ | τάρβη - τάρβεα |
κλητική ὦ! | τάρβος | τάρβη - τάρβεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάρβει - τάρβεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταρβοῖν - ταρβέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάρβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάρβος, -εος, -ους ουδέτερο
- φόβος, τρόμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 152
- μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
- και μη φοβείται θάνατον ή άλλο τι να πάθει·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- και ούτε να τον απασχολεί ο θάνατος ούτε κάποιος φόβος·
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- και μη φοβείται θάνατον ή άλλο τι να πάθει·
- μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 858 (857-858)
- ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει | τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν.
- γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει | τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- γιατί με τον καιρό ο φόβος μειώνεται στους ανθρώπους.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει | τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο·
- ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει | τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 152
- δέος, σεβασμός
- αντικείμενο του φόβου ή του τρόμου, φόβητρο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 412
- ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι;
- Αυτός που πήρε ο τρόμος στον ύπνο της, σου γεννά τάχα ελπίδες;
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 412
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταρβέω
Πηγές
[επεξεργασία]- τάρβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάρβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)