σαρκοστέωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκοστέωση | οι | σαρκοστεώσεις |
γενική | της | σαρκοστέωσης* | των | σαρκοστεώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκοστέωση | τις | σαρκοστεώσεις |
κλητική | σαρκοστέωση | σαρκοστεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκοστεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαρκοστέωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρκοστέωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαρκοστέωση
|