προχρονολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχρονολογικός < προ- + χρονολογικός
Επίθετο
[επεξεργασία]προχρονολογικός, -ή, -ό
- που αφορά την περίοδο πριν από τη μεγάλη έκρηξη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προχρονολογικός