νέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]νέτα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- νέτα σκέτα: καθαρά, χωρίς περιστροφές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νέτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νέτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νέτο