δολοφόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δολοφόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολοφόνος < δόλος + φόνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.loˈfo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐λο‐φό‐νος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δολοφόνος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & δολοφόνισσα)
- που σκόπιμα και εκ προμελέτης αφαιρεί τη ζωή κάποιου άλλου
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε προκαλεί το θάνατο πολλών ανθρώπων
- (μεταφορικά) ο καταστροφέας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)