γενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενικός | η | γενική | το | γενικό |
γενική | του | γενικού | της | γενικής | του | γενικού |
αιτιατική | τον | γενικό | τη | γενική | το | γενικό |
κλητική | γενικέ | γενική | γενικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενικοί | οι | γενικές | τα | γενικά |
γενική | των | γενικών | των | γενικών | των | γενικών |
αιτιατική | τους | γενικούς | τις | γενικές | τα | γενικά |
κλητική | γενικοί | γενικές | γενικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενικός (που ανήκει στο γένος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]γενικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε όλους ή σχετίζεται με το σύνολο μιας ομάδας
- που αναφέρεται στα ποιο βασικά σημεία ενός θέματος / πράγματος, που δεν έχει σαφήνεια
- (για πρόσωπο) που έχει την ευθύνη ενός συνόλου εργασιών
- ↪ γενικός γραμματέας, γενικός διευθυντής, γενικός επιθεωρητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γενικός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- γενική αμνηστία
- γενική απεργία
- γενικός γραμματέας
- γενική γραμματεία
- γενικές διατάξεις
- γενικός διευθυντής
- γενική εικόνα
- γενικές εκλογές
- γενικός επιθεωρητής
- Γενικό Επιτελείο
- γενικών καθηκόντων
- Γενικό Λογιστήριο
- γενική πρόταση
- γενικό πλαίσιο
- γενική συνέλευση
- γενικό συμφέρον
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (ειρωνικό, μειωτικό) γενικός δερβέναγας
- γενικώς και αορίστως
- είναι γενικό το κακό
- έχω το γενικό πρόσταγμα
- κατά γενική απαίτηση
- κατά γενική/κοινή ομολογία
- κατά γενικό κανόνα
- (λαϊκό)(αργκό) κατεβάζω το γενικό: έχει αντίστοιχη σημασία με την έκφραση κατεβάζω διακόπτη
- σε γενικές γραμμές
- σε γενικά πλαίσια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενικός
Πηγές
[επεξεργασία]- γενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γενικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γενικός'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γενικός, -ή, -όν
- αυτός, που ανήκει ή σχετίζεται με το γένος, την οικογένεια, την φυλή
- κύριος, πρωταρχικός, τυπικός
- (στη γραμματική) η γενική πτώση
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Σημειώσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- γενικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)