ένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἕνα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ένα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἕνα < ουδέτερο για την αρχαία ελληνική εἵς (από την αιτιατική: ἕνα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.na/
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

ένα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος άρθρου

[επεξεργασία]

ένα ουδέτερο

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ένα

  • (αόριστη αντωνυμία) ουδέτερο του ένας
    ενώ τα παιδιά κάθονταν στα θρανία τους, σηκώθηκε ένα κι άρχισε να φωνάζει