έκπτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκπτωση οι εκπτώσεις
      γενική της έκπτωσης* των εκπτώσεων
    αιτιατική την έκπτωση τις εκπτώσεις
     κλητική έκπτωση εκπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκπτωση < εκ + πτώση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έκπτωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]