vanne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vanne vannes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vanne (fr) θηλυκό

  1. η βάνα
  2. η πλάκα, το αστείο, η μπηχτή