cor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cor cors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cor (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cor < πρωτοϊταλική *kord < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cor (la) ουδέτερο

  1. καρδιά
  2. ψυχή
  3. θυμός, θυμικό
  4. νους, διάνοια
  5. (συνεκδοχικά) άνθρωπος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cor cordă
γενική cordis cordum
δοτική cordī cordĭbus
αιτιατική cor cordă
κλητική cor cordă
αφαιρετική corde cordĭbus
(γ' κλίση)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
cor cores

cor (pt) αρσενικό

  1. το χρώμα
  2. η καρδιά
  3. το θάρρος, το κουράγιο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]