baba

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baba (bs) (πληθυντικός) babe

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
baba babas

baba (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baba αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baba (pl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baba (sr)

  • λατινική γραφή του баба



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baba (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]