(Go: >> BACK << -|- >> HOME <<)

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βικιπαίδεια:Νέον λεχτικόν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Ασό Βικιπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
 
(11 ενδιάμεσες εκδόσεις από 4 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση Βικιπαίδειανεμουν. Σε αήκα άρθρα χρειάσκουμες και λέξεις ντο 'κ έχομε σα ρωμαίικα τη Πόντονος τη παλαιώνεμουν.
Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση Βικιπαίδειαν εμουν. Σε αήκα άρθρα χρειάσκουμες και λέξεις ντο 'κ έχομε σα ρωμαίικα τη Πόντονος τη παλαιών εμουν.


==Λέξεις==
==Λέξεις==
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
*Νοματέος: Διαχειριστής
*Νοματέος: Διαχειριστής
*Γιαρίφς: Γραφειοκράτης
*Γιαρίφς: Γραφειοκράτης
*Σατάρς: Βλάκας

[[Κατηγορίαν:Βικιπαίδεια]]
[[Κατηγορίαν:Βικιπαίδεια]]






== '''ΒΑΣΙΚΟ ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Α - Β''' ==


'''ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: Άνθιμος Παπαδόπουλος, Θωμάς Τσοπουρίδης, Ποντιακή Λογοτεχνία.
''' --Κώτσον 20:40, 30 Κερασινού 2009 (UTC)

'''(Θα πρέπει να συμπληρωθεί και να βελτιωθεί σταδιακά και από άλλους χρήστες. Οι λέξεις που είναι όμοιες στη μορφή και το νόημα με τις λέξεις της νεοελληνικής μπορεί και να παραλείπονται.)'''
--Κώτσον 20:41, 30 Κερασινού 2009 (UTC)


(''' <u>σ</u>, <u>ζ</u>, <u>χ</u>, <u>ψ</u>, <u>ξ</u>, <u>τσ</u>, <u>τζ</u>''' = παχιά συριστικά σύμφωνα, '''<u>α</u>, <u>ο</u>''' = ενδιάμεσα ή συνηρημένα φωνήεντα).



'''Α'''


'''αβλούκια''', τα: λάπατα, άγρια λαχανικά με πλατύ μακρύ φύλλο / το αβλούκιν, αβλούκ'.

'''αγαπέσιμος, -ος, -ον''', επιθ.: αγαπητός / αγαπητικιέσα, αγαπετικιέσα.

'''αγγείον''', το: άσκαυλος, τουλούμ', μουσικό όργανο σαν την γκάιντα.

'''αγγεύω''', ρ.: αναφέρω / έγγευα.

'''αγγούριν ή αγγούρ'''', το : αγγούρι

'''αγέλαστον''', ο: παιδικό παιχνίδι, παιζόταν με δύο παίχτες, ο ένας έμενε ακίνητος και ο άλλος προσπαθούσε να κάνει τον άλλο να γελάσει.

'''αγέννητεσα''',η: η αγέννητη / πβ. αβάπτιστεσα, αβαρέσα = χασομέρα, αβάσιμεσα, άβαφεσα, άβγαλτεσα, άβολεσα, αγαθέσα, αγαπητικιέσα, άγγιχτεσα = άγγιχτη, αγιάτρευτεσα, άγρυπνεσα, αδιάντροπεσα, αδιάφορεσα, αζεμάτιστεσα, αζευγάρωτεσα, άζευτεσα, αζήλευτεσα, αθάνατεσα, άθαφτεσα, αθέατεσα, άθεεσα,
αθεόφοβεσα, αθεράπευτεσα, αθλητικιέσα, άθλιεσα, αθόρυβεσα, άθρεφτεσα = άθρεφτη, αθώεσα, αιχμάλωτεσα, ακάθαρτεσα, άκακιεσα, ακάλεστεσα, ακάλυπτεσα, ακαμάτεσα, ακαπνεσα, άκαρδεσα, ακατάδεχτεσα, ακίνδυνεσα, άκλαυτεσα, άκλερεσα = καημένη, άκληρεσα = άκληρη, ακόλαστεσα, άκοπεσα, ακριβέσα, αληθινέσα, αλυκέσα, άναλεσα, άνιφτεσα, ανυπόμονεσα, ασκεμεσα, άσπλαχνεσα, που γενικά έχουν το αρσενικό σε -ος, -ον.

'''αγιθοδώρισσα''', η: νεαρή κοπέλα, συνήθως αρραβωνιασμένη, που έκανε σκληρή νηστεία εν όψει του γάμου της / αϊθοδώρισσα, αεθοδώρισμαν, θοδώρισμαν, αεδοθωρίζ'.

'''αγληγορώ''', ρ.: βιάζομαι / αγλήγορα, αγληγορείς, αγληγορεί, αγληγορούν.

'''αγναεύω''', ρ.: καταλαβαίνω < (τουρ) ağnamak / εγνάψα = κατάλαβα, εγνάψαν.

'''αγνέστικα''', επίρ.: θεονήστικα.

'''αγνεφίζω''', ρ.: ξυπνώ

'''αγνός''', ο : περίεργος, σπουδαίος / η αγνέσα, αγνά <u>ά</u>ρ<u>α</u> = εκλεκτά φαγώσιμα, ντ’ άγνα = πώς.

'''αγούδα''', η: θαμνώδες φυτό με φύλλα σαν της ελιάς και κίτρινα άνθη, το υγρό από τα φύλλα το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τη φαγούρα.

'''άγουρος''', ο: άνδρας / οι αγούρ', τη αγουρίων, τοι αγούρτς, τα αγούραι, ο αγουρον = άντρας, ο αγουρομ' = άντρας μου, αγουρόπον = παιδάκι, αγουρόπα.

'''αγουροσύνε ή αγουρότε''', η: γενναιότητα, ανδρεία, σεξουαλική ικανότητα.

'''Άγουστον ή αλωνάρτς''', ο : Αύγουστος / Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ'νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες, Χριστιανάρτς.

'''αγρασεύω''', ρ.: προσπαθώ < (τουρ) uğraşmak.

'''αγρά<u>σκ</u>εμος''', αγρά<u>σκ</u>εμος, αγρά<u>σκ</u>εμον: κακάσχημος.

'''αγρέλαφον''', το : το άγριο ελάφι / αγρ<u>ά</u>νθρωπος, άγρες, άγρεν = άγριος, ο άγριον, η άγριέσα, αγριόγατεσα, αγροκόσαρον, αγρούμαι = αγριεύομαι, φοβάμαι, αγροτέρεμαν = αγριοκοίταγμα,
αγροτερίδ' = το σκιάχτρο, αγροτερώ = αγριοκοιτάζω.

'''αγρηγορότε''', η: ταχύτητα, γρηγοράδα.

'''αγριοκοκκύμελα''', τα: τα άγρια δαμάσκηνα / αγριοκοκκύμελον.

'''αγριοχάπαρον''', το: η κακή είδηση < άγριος + (τουρ) haber /ο αγροχάπαρος.

'''αγροικώ ή εγροικώ''', ρ.: καταλαβαίνω / εγροικούν, εγροίκανα, εγροίξα, εγροίξαν.

'''αγροκάστανον ή αγρ<u>ο</u>κάστανον''', το: η άγρια καστανιά και ο καρπός της / αγροκέρασον, αγροκοκκύμελον, αγρόμηλον, αγροκύδωνον, αγροσεύτελον, αγρόσυκον, αγροστάφυλον.

'''αγρ<u>ο</u>μούχτερον''', το: το αγριογούρουνο / το μουχτερόν.

'''αγρούστιν ή αγρώστιν''', το: δέντρο του οποίου οι επιφανειακές ρίζες βρασμένες ήταν φάρμακο διουρητικό και λιθοτριπτικό.

'''αγυναίκιστος''', ο: ανύπαντρος / γυναικίζω, αντρίζω, έντρισα.

'''αδακά''', επίρρ : εδώ, /αδά, αδακές, αδακές = προς τα δω, αδά μερέαν = προς αυτήν τη μεριά, αδαπές = εδώ μέσα, απαδακές = από εδώ, απόθεν = από πού, απαδά = από εδώ, απαδάκα = αποδώ,απαδαπές = αποδώ μέσα.

'''αδελφόν''', ο: ο αδελφός /αδερφέσα = αδερφή, αδελφοκόρ<u>τσα</u>, τα : ξαδέλφες, .

'''αζούχ''', το: η τροφή για ταξίδι, για εργασία < (τουρ) azık.

'''Αεργίτες''', ο: Νοέμβριος / Χριστιανάρτς, Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ'νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες

'''αετέντς ή αετόν ή αϊτόν''', ο: αετός.

'''αέτς''', επίρ.: έτσι, / αέτς πα = και έτσι.

'''αθόγαλαν''', το: το καϊμάκι.

'''αθέωτα''', επιρ.: αλύπητα, άσπλαχνα.

'''ακεί''', επίρ.: εκεί / ατουκά, ατουπές, ακειαπές, πλαν κεικά, ακέκα = εκεί.
'''ακλοθώ''', ρ.: ακολουθώ.

'''άκ'σον, ακ'σέτεν''', ρ. άκουσε, ακούστε / ακούω, έκ'σα, έκ'σαν, έκ'σεν α = το άκουσε.

'''αΐκος, αΐκον''', αντ.: τέτοιος / αΐκσα, αΐκον, αΐκα.

'''Ακ Νταγ Μαντέν''', το: Μεταλλείο Λευκού Όρους, περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο του Πόντου και η πρωτεύουσα της περιοχής < (τουρ) Ak Dağ Madeni.

'''άλλ΄''', οι: οι άλλοι / άλλτς = τους άλλους.

'''άλειμμαν''', το: το ζωικό λίπος < αλείφω - αλειμματοκέριν.

'''αλευρομάλεζον''', το: η αλευρόσουπα.

'''αλλάη''', η: η γιορτινή φορεσιά < αλλαγή, αλλάζω, ελλάγα = άλλαξα, ελλάγαν.

'''αλάι''', το: η παρέα, η παρέα του γαμπρού στο γάμο, μοίρα στρατού.

'''αλάπαλουκ''', το: η πέστροφα < (τουρ) alabalık.

'''αλλέως''', επιρ.: αλλιώς, διαφορετικά.

'''αλλομίαν''', επιρ.: ξανά.

'''αλμεγάδιν''', το: το ζώο που αρμέγεται / αλμεγάδιν χτήνον ή χτήνον = η αγελάδα.

'''αλμεχτέρ’''' το: ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων.

'''αμάν ή χαμάν''', επίρ.: αμέσως < (τουρ) hemen.

'''αμελέ ταπουρού''', τα: τα γερμανικής έμπνευσης τάγματα εργασίας που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου < (τουρ) amele taburu.

'''αμάραντον ή μάραντον''', το : το βλήτο.

'''άμον''' : σαν, όπως, καθώς.

'''αμπάρ’''', το: το αμπάρι, το κελάρι, η αποθήκη < (τουρ) ambar.

'''αμπάς''', ο: το πανωφόρι, κάπα < (τουρ) aba.

'''αμπελώνω''', ρ.: φυτεύω αμπέλι, κάνω παιδιά.

'''άμποτε''', επιφ.: μακάρι.

'''αναγνώριμος, -ος, -ον''': άγνωστος.

'''αναθυμεθή''' , η: η ανάμνηση ή αναφορά απόντος προσώπου.

'''ανακατούμαι''', ρ.: ανακατώνομαι.

'''αναλλαγάδιν''', το: πολυτελής ενδυμασία.

'''αναμένω''', ρ.: περιμένω / αναμνόν.

'''ανάντριστος''', η: ανύπαντρη γυναίκα / αγυναίκιστος.

'''ανάσκαμμαν''', το: η βρισιά σε νεκρό.

'''ανασπάλω''', ρ.: ξεχνώ / ανασπάλτς, ανασπάλ', ενέσπαλα = ξέχασα.

'''άναυα''', πρόθ.: χωρίς, άνευ.

'''αναχάπαρα''', επιρ.: ξαφνικά.

'''ανεμικά''', τα: οι ρευματισμοί / το ανεμικόν.

'''ανεμοκαλίτζα ή ανεμοκαλή''', η: ο σίφουνας, ο ανεμοστρόβιλος.

'''ανέντροπος''', ο: ξεδιάντροπος.

'''ανέξερ'τα''', επίρ.: εν αγνοία.

'''ανεφέλ’''', το: ο καταρράκτης στο μάτι.

'''ανθρωπέα''', η: η ανθρωπίλα, η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος.

'''ανιφτοκάτα''', η: ο άπλυτος, συνήθως αυτός που δεν πλένεται το πρωί / άνιφτεσα, άνιφτος.

'''ανοιγάρ’''', το: το κλειδί, < ανοίγω, ένοιξα, ένοιξαν, / τα ανοιγάρ<u>α</u>.

'''αντζίν''', το: το πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, η γάμπα /τα αντζία.
'''αντίκαλον''', το: ανταπόδοση,

'''αντιφέρκουμαι''', ρ.: εναντιώνομαι.

'''αντίχαρα ή αντίγαμος''': συμπόσιο στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης μία βδομάδα περίπου μετά το
γάμο / τ' εφτά, τα λαλέματα, τα συμπέθερα.

'''αντράδελφος''', ο: κουνιάδος / αντράλφος, ανατραδέλφ<u>α</u>, αντρίζω, αντρίζνε, άντρισον, ανάντριστος.

'''αντράχνα''', η: αγριοκουμαριά, θάμνος, τα φύλλα του χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά της αιμόπτυσης και της αιματουρίας.

'''ανωχαλία''', η: αδυναμία.

'''αξιναρίτζα''', η: ο τσαλαπετεινός.

'''αούτος ή αούτ', αούτε, αούτον''', αντ.: αυτός, αυτή, αυτό / ατός, ατέ, ατό, ατοίν, ατά, αβούτος,
αβούτε, αβούτεν, αβούτο, αβούτον, αβούτα, αβουτοίντς.

'''απαλιμιδέα''', η: το ξαρμύρισμα.

'''απάν΄''', επίρ: επάνω / απάν’ ιμ , απάν’ εσουν, αποπάν’.

'''απανάρυμαν''', το: αραίωμα των φυτών ή φιντανιών στο χωράφι.

'''απαντή''', η: η συνάντηση στο δρόμο, η υποδοχή.

'''απανωδράνιν''', το: ράφι πάνω από το τζάκι.

'''απαρδάλ΄''', το: φόρεμα παρδαλό, φτηνό, οτιδήποτε είναι άξιο να καταστραφεί.

'''απαροθυμία ή απαραθυμία''', η: η απουσία νοσταλγίας για κάτι.

'''απέσ΄''', επίρ.: μέσα.

'''απιδ<u>α</u>βασέας''', τα: περάσματα βουνών < απιδ<u>α</u>βαίνω / η απιδ<u>α</u>βασέα, επεδέβα.

'''απίδιν ή απίδ'''' , το: το αχλάδι /απιδοζώμ' ή απιδοζώμιν, απιδοτζίρ΄= ξεραμένο στον ήλιο ή στο φούρνο αχλάδι.

'''απιτάγματα''', τα : οι προσταγές.

'''απιταχτέρ΄ ή επιταχτέρ΄''', το: το παιδί για θελέηματα.

'''αποδελαχτέρ΄ ή αποδ<u>α</u>λεχτήριν''', το: αραιή γυναικεία χτένα.

'''αποζαγκούμαι''', ρ. : ξεσκουριάζω.

'''αποκρίσκομαι''', ρ. : απαντώ.

'''απόκαμαν''', το: καούρες στο στομάχι, δυσπεψία.

'''αποκαμάρωμαν''', το: αφαίρεση του νυφικού πέπλου (καμαρωτέρ' ) από το κεφάλι της νύφης.

'''αποκόλλημαν''', το: απογαλακτισμός μωρού.

'''αποκουμπιστέρ’''' το: στήριγμα για ξεκούραση.

'''απολαδόστομος''', ο: βλάκας, μωρός / αγλάγανος.

'''απονεγκάσκουμαι''', ρ.: ξεκουράζομαι / ή αναπάουμαι.

'''απόνυφος''', η: νύφη που σύντομα χήρεψε ή εγκαταλείφθηκε / απόγαμπρος.

'''αποπλυμάτ’''', το: ξέπλυμα μαγειρικών σκευών.

'''απόρκισμαν''', το: ο εξορκισμός.

'''απο<u>σκ</u>ευαρίζω''', ρ.: ετοιμάζω / απο<u>σκ</u>ευάρτσον.

'''απο<u>σκ</u>ευάριμαν''', το: μάζεμα των μαγειρικών σκευών μετά το γεύμα.

'''αποτενύ''', επιρ: στο εξής, από δω και πέρα / άλλο.

'''απόχαρα ή αποχαρά''', η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση.

'''απόχασμα''', το: το χασμουρητό.

'''απράναν''', επίρ.: προ ολίγου.

'''αραεύω''', ρ. : ψάχνω < (τουρ) aramak / εράευα, εράευαν εράεψα, εράεψαν, αράεψον.

'''αραμπά''', η: η άμαξα, το κάρο < (τουρ) araba.

'''αραπίτζον''', ο: πήλινο μαγειρικό σκεύος μαύρο από τη χρήση.

'''αρατώρα''', επίρ.: τώρα δα / ατώρα.

'''αργαστέρ’''', το: το εργαστήρι.

'''αργατία''', η: ομάδα εργασίας 5, 10 ή 15 ανθρώπων.

'''αργεύω''', ρ.: αργώ / έργευα.

'''Αργυρούπολη''', η: πόλη του νομού Τραπεζούντας < (τουρ) Gümüşhane / Γκιουμου<u>σ</u>χανέ, Κιμισχανέ.

'''αργώς κι απαργώς''', επίρ.: εκτός χρόνου.

'''αρ καλά''', επίρ: καλά λοιπόν.

'''αρκάλειμμαν''', το: το λίπος αρκούδας < άρκτος + αλείφω.

'''αρκατά<u>σα</u>''', τα: φίλοι καλοί < (τουρ) arkadaş

'''αρκοκαλομάνα''', η: η γιαγιά της γιαγιάς / λυκοκαλομάνα = η μαμά της γιαγιάς, καλομάνα = η γιαγιά, αρκοπάππον, λυκοπαππον.

'''αρματώνω''',ρ.: στολίζω /ερμάτωσαν.

'''αρνίουμαι''', ρ.: αρνούμαι

'''αρνίτζα''', ή: είδος μανιταριού.

'''αροθυμώ''', ρ.: νοσταλγώ / αροθυμία, εροθύμεσα, ερεθύμεσα, ερεθύμεσαν, αραθυμώ, αραθυμούνε, αραθυμίαν.

'''αρρωστικόν''', το: φαγητό προσφερόμενο σε άρρωστο.

'''αρτούκ''', επίρ.: πια, δηλαδή < (τουρ) artık.

'''ασηρόχαντος''', ο: ο σκαντζόχοιρος / ασηράχαντος.

'''ασίχ''', το: παιδικό παιχνίδι, το κότσι.

'''α<u>σ</u>λαεύω''', ρ.: μπολιάζω < (τουρ)aşılamak.

'''ασσού''', σύνδ.: αφού.

'''ασπαλιγμένος''', ο: κλεισμένος.

'''ασχανές''', ο: η κουζίνα, το μαγειρείο < (τουρ) aşhane.

'''α<u>τσ</u>άλ'''΄, το: η μοίρα, ο θάνατος.

'''α<u>τσ</u>άπα''', επίρ.: άραγε <(τουρ) acaba.

'''ατσιελέν''', το: το επείγον < (τουρ) acele.

'''αφεντάδες''', οι: τα αρσενικά μέλη της οικογένειας για τη νύφη / ο αφέντης ή αφέντας ή αφέντς, αφεντράδες = κυράδες.

'''αφερούμ''', επίρ.: μπράβο, < (τουρ) aferin.

'''αφκά''', επίρ.: κάτω.

'''αφκατοκόσκινον''', το : κόσκινο για το στάρι.

'''αφορεσμένος''', ο: καταραμένος / αφορεζμέντσα.

'''αφ’σον''', ρ.: ’άφησε / αφήνω, εφήνα = άφηνα, εφήναν, εφέκα, εφέκαν, αφ'ς.

'''άφτω''', ρ.: ανάβω / άψιμον. έψα = άναψα, έψαν.

'''αχά''', επιφ.: να! / αχατοχάς = νάτος, αχατοχάδες.

'''άχαρος, -ος, -ον''': δυστυχής.

'''αχερών''', ο: αχυρώνας / το αχερώνιν, το αχερωνοκάλαθον.

'''αχούλ''', το: μυαλό < (τουρ) akıl / αχουλανεύω = βάζω μυαλό, αχουλής, αχουλίσσα, αχουλίν.

'''αχπάνω''', ρ.: βγάζω, ξεριζώνω.

'''αχπάραγμαν''', το: ξαφνικός φόβος από δυνατό θόρυβο / αχπαράζω, αχπάγουμαι, αχπαραγμένος, αχπαράουνταν = τρομάζουν.

αχπάσκουμαι, ρ.: ξεκινώ / αχπά<u>σκ</u>εσαι, αχπά<u>σκ</u>εται, αχπάσκουμες, εχπάστα, εχπάσταν.



'''Β'''


'''βαδίζω''', ρ.: περπατώ . βαδίζ'νε.

'''βαθέα''', επίρ.: βαθιά / πβ. βαρέα.

'''βαθυβολίζω''', ρ.: σκέφτομαι βαθιά, λογικά.

'''βαΐτζα''', η: ψωμάκι που έδιναν οι νοικοκυρές στα παιδιά που έψαλλαν τα κάλαντα του Λαζάρου.

'''βαλά''', η: καλυμμα κεφαλής της νύφης.

'''βάλλω''', ρ.: βάζω / βάλον.

'''βαρελόπον''', το: βαρέλι μικρό / βαρέλ’ , τα βαρέλ<u>α</u>.

'''βαρκίζω''', ρ.: φωνάζω δυνατά / bαρκίζ'νε.
'''βασιέτ''', το: η τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου, διαθήκη < (τουρ) vasiyet.

'''βασιλέας''', ο: βασιλιάς / βασιλοπούλιν, το: το βασιλόπουλο, η αλκυόνα.

'''βαχούτ'''', το: ο καιρός, η εποχή < (τουρ) vakit.

'''βεζίρτς''', ο: ο βεζίρης.

'''βελόνιν''', το: η βελόνα / βελόν' , τα βελόν<u>α</u>.

'''βεντούζας''', τα: οι βεντούζες.

'''βερεσμέντσα''', η: η έγκυος /η έμποδος.

'''βερκιλής, βερκιλίν''': παραγωγικός, εύφορος < (τουρ) verkili.

'''βιλαέτ'''', το: διοικητική περιφέρεια του Οθωμανικού Κράτους < (τουρ) vilayet.

'''βιντόφκας''', τα: τα σχοινιά.

'''βλαττία''', τα: μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα από την Τραπεζούντα κόκκινου χρώματος / το βλαττίν.

'''βόζια''', τα: τα ηνία του αλόγου.

'''βολετινός''', -ος, -όν: βολικός.

'''βολίζω''', ρ.: βουλιάζω / βουλίζω, βουλίουμαι.

'''βουδ'''', το: το βόδι / τα βούδ<u>α</u>, η βουρκέντ' = βουκέντρα, το βούτορον, τα βουτούρτα = βούτυρα.

'''βούκα''',η: η μπουκιά / βουκώνω .

'''βούρα''', η: η χούφτα / τα βούρας.

'''βουτυροχάρατσον''', το: φαγητό με βούτυρο και κρεμμύδι.

'''βραδ<u>ά</u>σκουμαι''', ρ.: βραδιάζομαι.

'''βραδή''', η: το βράδυ, η βραδιά / βράδον = βράδυ, τα βράδ<u>α</u> τα βράδια.

'''βρε<u>χ</u>ή''', η: η βροχή / τα βρε<u>χ</u>ία, βρε<u>χ</u>' = βρέχει.

'''βρακίν''', το: το βρακί / τα βρακία = σώβρακα.

'''βρασόλ'''', το: βραχιόλι / τα βρασόλ<u>α</u>.

'''βρούλα''', η: η φλόγα.

Ατωριζνόν μορφήν τη 23:38, 15 Καλομηνά 2013

Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση Βικιπαίδειαν εμουν. Σε αήκα άρθρα χρειάσκουμες και λέξεις ντο 'κ έχομε σα ρωμαίικα τη Πόντονος τη παλαιών εμουν.

  • Αραπάν: Αυτοκίνητο
  • Καρβώνιν: Άνθρακας
  • Νοματέος: Διαχειριστής
  • Γιαρίφς: Γραφειοκράτης
  • Σατάρς: Βλάκας