Βικιπαίδεια:Νέον λεχτικόν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Appearance
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(11 ενδιάμεσες εκδόσεις από 4 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση |
Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση Βικιπαίδειαν εμουν. Σε αήκα άρθρα χρειάσκουμες και λέξεις ντο 'κ έχομε σα ρωμαίικα τη Πόντονος τη παλαιών εμουν. |
||
==Λέξεις== |
==Λέξεις== |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
*Νοματέος: Διαχειριστής |
*Νοματέος: Διαχειριστής |
||
*Γιαρίφς: Γραφειοκράτης |
*Γιαρίφς: Γραφειοκράτης |
||
*Σατάρς: Βλάκας |
|||
[[Κατηγορίαν:Βικιπαίδεια]] |
[[Κατηγορίαν:Βικιπαίδεια]] |
||
== '''ΒΑΣΙΚΟ ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Α - Β''' == |
|||
'''ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: Άνθιμος Παπαδόπουλος, Θωμάς Τσοπουρίδης, Ποντιακή Λογοτεχνία. |
|||
''' --Κώτσον 20:40, 30 Κερασινού 2009 (UTC) |
|||
'''(Θα πρέπει να συμπληρωθεί και να βελτιωθεί σταδιακά και από άλλους χρήστες. Οι λέξεις που είναι όμοιες στη μορφή και το νόημα με τις λέξεις της νεοελληνικής μπορεί και να παραλείπονται.)''' |
|||
--Κώτσον 20:41, 30 Κερασινού 2009 (UTC) |
|||
(''' <u>σ</u>, <u>ζ</u>, <u>χ</u>, <u>ψ</u>, <u>ξ</u>, <u>τσ</u>, <u>τζ</u>''' = παχιά συριστικά σύμφωνα, '''<u>α</u>, <u>ο</u>''' = ενδιάμεσα ή συνηρημένα φωνήεντα). |
|||
'''Α''' |
|||
'''αβλούκια''', τα: λάπατα, άγρια λαχανικά με πλατύ μακρύ φύλλο / το αβλούκιν, αβλούκ'. |
|||
'''αγαπέσιμος, -ος, -ον''', επιθ.: αγαπητός / αγαπητικιέσα, αγαπετικιέσα. |
|||
'''αγγείον''', το: άσκαυλος, τουλούμ', μουσικό όργανο σαν την γκάιντα. |
|||
'''αγγεύω''', ρ.: αναφέρω / έγγευα. |
|||
'''αγγούριν ή αγγούρ'''', το : αγγούρι |
|||
'''αγέλαστον''', ο: παιδικό παιχνίδι, παιζόταν με δύο παίχτες, ο ένας έμενε ακίνητος και ο άλλος προσπαθούσε να κάνει τον άλλο να γελάσει. |
|||
'''αγέννητεσα''',η: η αγέννητη / πβ. αβάπτιστεσα, αβαρέσα = χασομέρα, αβάσιμεσα, άβαφεσα, άβγαλτεσα, άβολεσα, αγαθέσα, αγαπητικιέσα, άγγιχτεσα = άγγιχτη, αγιάτρευτεσα, άγρυπνεσα, αδιάντροπεσα, αδιάφορεσα, αζεμάτιστεσα, αζευγάρωτεσα, άζευτεσα, αζήλευτεσα, αθάνατεσα, άθαφτεσα, αθέατεσα, άθεεσα, |
|||
αθεόφοβεσα, αθεράπευτεσα, αθλητικιέσα, άθλιεσα, αθόρυβεσα, άθρεφτεσα = άθρεφτη, αθώεσα, αιχμάλωτεσα, ακάθαρτεσα, άκακιεσα, ακάλεστεσα, ακάλυπτεσα, ακαμάτεσα, ακαπνεσα, άκαρδεσα, ακατάδεχτεσα, ακίνδυνεσα, άκλαυτεσα, άκλερεσα = καημένη, άκληρεσα = άκληρη, ακόλαστεσα, άκοπεσα, ακριβέσα, αληθινέσα, αλυκέσα, άναλεσα, άνιφτεσα, ανυπόμονεσα, ασκεμεσα, άσπλαχνεσα, που γενικά έχουν το αρσενικό σε -ος, -ον. |
|||
'''αγιθοδώρισσα''', η: νεαρή κοπέλα, συνήθως αρραβωνιασμένη, που έκανε σκληρή νηστεία εν όψει του γάμου της / αϊθοδώρισσα, αεθοδώρισμαν, θοδώρισμαν, αεδοθωρίζ'. |
|||
'''αγληγορώ''', ρ.: βιάζομαι / αγλήγορα, αγληγορείς, αγληγορεί, αγληγορούν. |
|||
'''αγναεύω''', ρ.: καταλαβαίνω < (τουρ) ağnamak / εγνάψα = κατάλαβα, εγνάψαν. |
|||
'''αγνέστικα''', επίρ.: θεονήστικα. |
|||
'''αγνεφίζω''', ρ.: ξυπνώ |
|||
'''αγνός''', ο : περίεργος, σπουδαίος / η αγνέσα, αγνά <u>ά</u>ρ<u>α</u> = εκλεκτά φαγώσιμα, ντ’ άγνα = πώς. |
|||
'''αγούδα''', η: θαμνώδες φυτό με φύλλα σαν της ελιάς και κίτρινα άνθη, το υγρό από τα φύλλα το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τη φαγούρα. |
|||
'''άγουρος''', ο: άνδρας / οι αγούρ', τη αγουρίων, τοι αγούρτς, τα αγούραι, ο αγουρον = άντρας, ο αγουρομ' = άντρας μου, αγουρόπον = παιδάκι, αγουρόπα. |
|||
'''αγουροσύνε ή αγουρότε''', η: γενναιότητα, ανδρεία, σεξουαλική ικανότητα. |
|||
'''Άγουστον ή αλωνάρτς''', ο : Αύγουστος / Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ'νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες, Χριστιανάρτς. |
|||
'''αγρασεύω''', ρ.: προσπαθώ < (τουρ) uğraşmak. |
|||
'''αγρά<u>σκ</u>εμος''', αγρά<u>σκ</u>εμος, αγρά<u>σκ</u>εμον: κακάσχημος. |
|||
'''αγρέλαφον''', το : το άγριο ελάφι / αγρ<u>ά</u>νθρωπος, άγρες, άγρεν = άγριος, ο άγριον, η άγριέσα, αγριόγατεσα, αγροκόσαρον, αγρούμαι = αγριεύομαι, φοβάμαι, αγροτέρεμαν = αγριοκοίταγμα, |
|||
αγροτερίδ' = το σκιάχτρο, αγροτερώ = αγριοκοιτάζω. |
|||
'''αγρηγορότε''', η: ταχύτητα, γρηγοράδα. |
|||
'''αγριοκοκκύμελα''', τα: τα άγρια δαμάσκηνα / αγριοκοκκύμελον. |
|||
'''αγριοχάπαρον''', το: η κακή είδηση < άγριος + (τουρ) haber /ο αγροχάπαρος. |
|||
'''αγροικώ ή εγροικώ''', ρ.: καταλαβαίνω / εγροικούν, εγροίκανα, εγροίξα, εγροίξαν. |
|||
'''αγροκάστανον ή αγρ<u>ο</u>κάστανον''', το: η άγρια καστανιά και ο καρπός της / αγροκέρασον, αγροκοκκύμελον, αγρόμηλον, αγροκύδωνον, αγροσεύτελον, αγρόσυκον, αγροστάφυλον. |
|||
'''αγρ<u>ο</u>μούχτερον''', το: το αγριογούρουνο / το μουχτερόν. |
|||
'''αγρούστιν ή αγρώστιν''', το: δέντρο του οποίου οι επιφανειακές ρίζες βρασμένες ήταν φάρμακο διουρητικό και λιθοτριπτικό. |
|||
'''αγυναίκιστος''', ο: ανύπαντρος / γυναικίζω, αντρίζω, έντρισα. |
|||
'''αδακά''', επίρρ : εδώ, /αδά, αδακές, αδακές = προς τα δω, αδά μερέαν = προς αυτήν τη μεριά, αδαπές = εδώ μέσα, απαδακές = από εδώ, απόθεν = από πού, απαδά = από εδώ, απαδάκα = αποδώ,απαδαπές = αποδώ μέσα. |
|||
'''αδελφόν''', ο: ο αδελφός /αδερφέσα = αδερφή, αδελφοκόρ<u>τσα</u>, τα : ξαδέλφες, . |
|||
'''αζούχ''', το: η τροφή για ταξίδι, για εργασία < (τουρ) azık. |
|||
'''Αεργίτες''', ο: Νοέμβριος / Χριστιανάρτς, Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ'νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες |
|||
'''αετέντς ή αετόν ή αϊτόν''', ο: αετός. |
|||
'''αέτς''', επίρ.: έτσι, / αέτς πα = και έτσι. |
|||
'''αθόγαλαν''', το: το καϊμάκι. |
|||
'''αθέωτα''', επιρ.: αλύπητα, άσπλαχνα. |
|||
'''ακεί''', επίρ.: εκεί / ατουκά, ατουπές, ακειαπές, πλαν κεικά, ακέκα = εκεί. |
|||
'''ακλοθώ''', ρ.: ακολουθώ. |
|||
'''άκ'σον, ακ'σέτεν''', ρ. άκουσε, ακούστε / ακούω, έκ'σα, έκ'σαν, έκ'σεν α = το άκουσε. |
|||
'''αΐκος, αΐκον''', αντ.: τέτοιος / αΐκσα, αΐκον, αΐκα. |
|||
'''Ακ Νταγ Μαντέν''', το: Μεταλλείο Λευκού Όρους, περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο του Πόντου και η πρωτεύουσα της περιοχής < (τουρ) Ak Dağ Madeni. |
|||
'''άλλ΄''', οι: οι άλλοι / άλλτς = τους άλλους. |
|||
'''άλειμμαν''', το: το ζωικό λίπος < αλείφω - αλειμματοκέριν. |
|||
'''αλευρομάλεζον''', το: η αλευρόσουπα. |
|||
'''αλλάη''', η: η γιορτινή φορεσιά < αλλαγή, αλλάζω, ελλάγα = άλλαξα, ελλάγαν. |
|||
'''αλάι''', το: η παρέα, η παρέα του γαμπρού στο γάμο, μοίρα στρατού. |
|||
'''αλάπαλουκ''', το: η πέστροφα < (τουρ) alabalık. |
|||
'''αλλέως''', επιρ.: αλλιώς, διαφορετικά. |
|||
'''αλλομίαν''', επιρ.: ξανά. |
|||
'''αλμεγάδιν''', το: το ζώο που αρμέγεται / αλμεγάδιν χτήνον ή χτήνον = η αγελάδα. |
|||
'''αλμεχτέρ’''' το: ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων. |
|||
'''αμάν ή χαμάν''', επίρ.: αμέσως < (τουρ) hemen. |
|||
'''αμελέ ταπουρού''', τα: τα γερμανικής έμπνευσης τάγματα εργασίας που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου < (τουρ) amele taburu. |
|||
'''αμάραντον ή μάραντον''', το : το βλήτο. |
|||
'''άμον''' : σαν, όπως, καθώς. |
|||
'''αμπάρ’''', το: το αμπάρι, το κελάρι, η αποθήκη < (τουρ) ambar. |
|||
'''αμπάς''', ο: το πανωφόρι, κάπα < (τουρ) aba. |
|||
'''αμπελώνω''', ρ.: φυτεύω αμπέλι, κάνω παιδιά. |
|||
'''άμποτε''', επιφ.: μακάρι. |
|||
'''αναγνώριμος, -ος, -ον''': άγνωστος. |
|||
'''αναθυμεθή''' , η: η ανάμνηση ή αναφορά απόντος προσώπου. |
|||
'''ανακατούμαι''', ρ.: ανακατώνομαι. |
|||
'''αναλλαγάδιν''', το: πολυτελής ενδυμασία. |
|||
'''αναμένω''', ρ.: περιμένω / αναμνόν. |
|||
'''ανάντριστος''', η: ανύπαντρη γυναίκα / αγυναίκιστος. |
|||
'''ανάσκαμμαν''', το: η βρισιά σε νεκρό. |
|||
'''ανασπάλω''', ρ.: ξεχνώ / ανασπάλτς, ανασπάλ', ενέσπαλα = ξέχασα. |
|||
'''άναυα''', πρόθ.: χωρίς, άνευ. |
|||
'''αναχάπαρα''', επιρ.: ξαφνικά. |
|||
'''ανεμικά''', τα: οι ρευματισμοί / το ανεμικόν. |
|||
'''ανεμοκαλίτζα ή ανεμοκαλή''', η: ο σίφουνας, ο ανεμοστρόβιλος. |
|||
'''ανέντροπος''', ο: ξεδιάντροπος. |
|||
'''ανέξερ'τα''', επίρ.: εν αγνοία. |
|||
'''ανεφέλ’''', το: ο καταρράκτης στο μάτι. |
|||
'''ανθρωπέα''', η: η ανθρωπίλα, η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος. |
|||
'''ανιφτοκάτα''', η: ο άπλυτος, συνήθως αυτός που δεν πλένεται το πρωί / άνιφτεσα, άνιφτος. |
|||
'''ανοιγάρ’''', το: το κλειδί, < ανοίγω, ένοιξα, ένοιξαν, / τα ανοιγάρ<u>α</u>. |
|||
'''αντζίν''', το: το πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, η γάμπα /τα αντζία. |
|||
'''αντίκαλον''', το: ανταπόδοση, |
|||
'''αντιφέρκουμαι''', ρ.: εναντιώνομαι. |
|||
'''αντίχαρα ή αντίγαμος''': συμπόσιο στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης μία βδομάδα περίπου μετά το |
|||
γάμο / τ' εφτά, τα λαλέματα, τα συμπέθερα. |
|||
'''αντράδελφος''', ο: κουνιάδος / αντράλφος, ανατραδέλφ<u>α</u>, αντρίζω, αντρίζνε, άντρισον, ανάντριστος. |
|||
'''αντράχνα''', η: αγριοκουμαριά, θάμνος, τα φύλλα του χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά της αιμόπτυσης και της αιματουρίας. |
|||
'''ανωχαλία''', η: αδυναμία. |
|||
'''αξιναρίτζα''', η: ο τσαλαπετεινός. |
|||
'''αούτος ή αούτ', αούτε, αούτον''', αντ.: αυτός, αυτή, αυτό / ατός, ατέ, ατό, ατοίν, ατά, αβούτος, |
|||
αβούτε, αβούτεν, αβούτο, αβούτον, αβούτα, αβουτοίντς. |
|||
'''απαλιμιδέα''', η: το ξαρμύρισμα. |
|||
'''απάν΄''', επίρ: επάνω / απάν’ ιμ , απάν’ εσουν, αποπάν’. |
|||
'''απανάρυμαν''', το: αραίωμα των φυτών ή φιντανιών στο χωράφι. |
|||
'''απαντή''', η: η συνάντηση στο δρόμο, η υποδοχή. |
|||
'''απανωδράνιν''', το: ράφι πάνω από το τζάκι. |
|||
'''απαρδάλ΄''', το: φόρεμα παρδαλό, φτηνό, οτιδήποτε είναι άξιο να καταστραφεί. |
|||
'''απαροθυμία ή απαραθυμία''', η: η απουσία νοσταλγίας για κάτι. |
|||
'''απέσ΄''', επίρ.: μέσα. |
|||
'''απιδ<u>α</u>βασέας''', τα: περάσματα βουνών < απιδ<u>α</u>βαίνω / η απιδ<u>α</u>βασέα, επεδέβα. |
|||
'''απίδιν ή απίδ'''' , το: το αχλάδι /απιδοζώμ' ή απιδοζώμιν, απιδοτζίρ΄= ξεραμένο στον ήλιο ή στο φούρνο αχλάδι. |
|||
'''απιτάγματα''', τα : οι προσταγές. |
|||
'''απιταχτέρ΄ ή επιταχτέρ΄''', το: το παιδί για θελέηματα. |
|||
'''αποδελαχτέρ΄ ή αποδ<u>α</u>λεχτήριν''', το: αραιή γυναικεία χτένα. |
|||
'''αποζαγκούμαι''', ρ. : ξεσκουριάζω. |
|||
'''αποκρίσκομαι''', ρ. : απαντώ. |
|||
'''απόκαμαν''', το: καούρες στο στομάχι, δυσπεψία. |
|||
'''αποκαμάρωμαν''', το: αφαίρεση του νυφικού πέπλου (καμαρωτέρ' ) από το κεφάλι της νύφης. |
|||
'''αποκόλλημαν''', το: απογαλακτισμός μωρού. |
|||
'''αποκουμπιστέρ’''' το: στήριγμα για ξεκούραση. |
|||
'''απολαδόστομος''', ο: βλάκας, μωρός / αγλάγανος. |
|||
'''απονεγκάσκουμαι''', ρ.: ξεκουράζομαι / ή αναπάουμαι. |
|||
'''απόνυφος''', η: νύφη που σύντομα χήρεψε ή εγκαταλείφθηκε / απόγαμπρος. |
|||
'''αποπλυμάτ’''', το: ξέπλυμα μαγειρικών σκευών. |
|||
'''απόρκισμαν''', το: ο εξορκισμός. |
|||
'''απο<u>σκ</u>ευαρίζω''', ρ.: ετοιμάζω / απο<u>σκ</u>ευάρτσον. |
|||
'''απο<u>σκ</u>ευάριμαν''', το: μάζεμα των μαγειρικών σκευών μετά το γεύμα. |
|||
'''αποτενύ''', επιρ: στο εξής, από δω και πέρα / άλλο. |
|||
'''απόχαρα ή αποχαρά''', η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση. |
|||
'''απόχασμα''', το: το χασμουρητό. |
|||
'''απράναν''', επίρ.: προ ολίγου. |
|||
'''αραεύω''', ρ. : ψάχνω < (τουρ) aramak / εράευα, εράευαν εράεψα, εράεψαν, αράεψον. |
|||
'''αραμπά''', η: η άμαξα, το κάρο < (τουρ) araba. |
|||
'''αραπίτζον''', ο: πήλινο μαγειρικό σκεύος μαύρο από τη χρήση. |
|||
'''αρατώρα''', επίρ.: τώρα δα / ατώρα. |
|||
'''αργαστέρ’''', το: το εργαστήρι. |
|||
'''αργατία''', η: ομάδα εργασίας 5, 10 ή 15 ανθρώπων. |
|||
'''αργεύω''', ρ.: αργώ / έργευα. |
|||
'''Αργυρούπολη''', η: πόλη του νομού Τραπεζούντας < (τουρ) Gümüşhane / Γκιουμου<u>σ</u>χανέ, Κιμισχανέ. |
|||
'''αργώς κι απαργώς''', επίρ.: εκτός χρόνου. |
|||
'''αρ καλά''', επίρ: καλά λοιπόν. |
|||
'''αρκάλειμμαν''', το: το λίπος αρκούδας < άρκτος + αλείφω. |
|||
'''αρκατά<u>σα</u>''', τα: φίλοι καλοί < (τουρ) arkadaş |
|||
'''αρκοκαλομάνα''', η: η γιαγιά της γιαγιάς / λυκοκαλομάνα = η μαμά της γιαγιάς, καλομάνα = η γιαγιά, αρκοπάππον, λυκοπαππον. |
|||
'''αρματώνω''',ρ.: στολίζω /ερμάτωσαν. |
|||
'''αρνίουμαι''', ρ.: αρνούμαι |
|||
'''αρνίτζα''', ή: είδος μανιταριού. |
|||
'''αροθυμώ''', ρ.: νοσταλγώ / αροθυμία, εροθύμεσα, ερεθύμεσα, ερεθύμεσαν, αραθυμώ, αραθυμούνε, αραθυμίαν. |
|||
'''αρρωστικόν''', το: φαγητό προσφερόμενο σε άρρωστο. |
|||
'''αρτούκ''', επίρ.: πια, δηλαδή < (τουρ) artık. |
|||
'''ασηρόχαντος''', ο: ο σκαντζόχοιρος / ασηράχαντος. |
|||
'''ασίχ''', το: παιδικό παιχνίδι, το κότσι. |
|||
'''α<u>σ</u>λαεύω''', ρ.: μπολιάζω < (τουρ)aşılamak. |
|||
'''ασσού''', σύνδ.: αφού. |
|||
'''ασπαλιγμένος''', ο: κλεισμένος. |
|||
'''ασχανές''', ο: η κουζίνα, το μαγειρείο < (τουρ) aşhane. |
|||
'''α<u>τσ</u>άλ'''΄, το: η μοίρα, ο θάνατος. |
|||
'''α<u>τσ</u>άπα''', επίρ.: άραγε <(τουρ) acaba. |
|||
'''ατσιελέν''', το: το επείγον < (τουρ) acele. |
|||
'''αφεντάδες''', οι: τα αρσενικά μέλη της οικογένειας για τη νύφη / ο αφέντης ή αφέντας ή αφέντς, αφεντράδες = κυράδες. |
|||
'''αφερούμ''', επίρ.: μπράβο, < (τουρ) aferin. |
|||
'''αφκά''', επίρ.: κάτω. |
|||
'''αφκατοκόσκινον''', το : κόσκινο για το στάρι. |
|||
'''αφορεσμένος''', ο: καταραμένος / αφορεζμέντσα. |
|||
'''αφ’σον''', ρ.: ’άφησε / αφήνω, εφήνα = άφηνα, εφήναν, εφέκα, εφέκαν, αφ'ς. |
|||
'''άφτω''', ρ.: ανάβω / άψιμον. έψα = άναψα, έψαν. |
|||
'''αχά''', επιφ.: να! / αχατοχάς = νάτος, αχατοχάδες. |
|||
'''άχαρος, -ος, -ον''': δυστυχής. |
|||
'''αχερών''', ο: αχυρώνας / το αχερώνιν, το αχερωνοκάλαθον. |
|||
'''αχούλ''', το: μυαλό < (τουρ) akıl / αχουλανεύω = βάζω μυαλό, αχουλής, αχουλίσσα, αχουλίν. |
|||
'''αχπάνω''', ρ.: βγάζω, ξεριζώνω. |
|||
'''αχπάραγμαν''', το: ξαφνικός φόβος από δυνατό θόρυβο / αχπαράζω, αχπάγουμαι, αχπαραγμένος, αχπαράουνταν = τρομάζουν. |
|||
αχπάσκουμαι, ρ.: ξεκινώ / αχπά<u>σκ</u>εσαι, αχπά<u>σκ</u>εται, αχπάσκουμες, εχπάστα, εχπάσταν. |
|||
'''Β''' |
|||
'''βαδίζω''', ρ.: περπατώ . βαδίζ'νε. |
|||
'''βαθέα''', επίρ.: βαθιά / πβ. βαρέα. |
|||
'''βαθυβολίζω''', ρ.: σκέφτομαι βαθιά, λογικά. |
|||
'''βαΐτζα''', η: ψωμάκι που έδιναν οι νοικοκυρές στα παιδιά που έψαλλαν τα κάλαντα του Λαζάρου. |
|||
'''βαλά''', η: καλυμμα κεφαλής της νύφης. |
|||
'''βάλλω''', ρ.: βάζω / βάλον. |
|||
'''βαρελόπον''', το: βαρέλι μικρό / βαρέλ’ , τα βαρέλ<u>α</u>. |
|||
'''βαρκίζω''', ρ.: φωνάζω δυνατά / bαρκίζ'νε. |
|||
'''βασιέτ''', το: η τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου, διαθήκη < (τουρ) vasiyet. |
|||
'''βασιλέας''', ο: βασιλιάς / βασιλοπούλιν, το: το βασιλόπουλο, η αλκυόνα. |
|||
'''βαχούτ'''', το: ο καιρός, η εποχή < (τουρ) vakit. |
|||
'''βεζίρτς''', ο: ο βεζίρης. |
|||
'''βελόνιν''', το: η βελόνα / βελόν' , τα βελόν<u>α</u>. |
|||
'''βεντούζας''', τα: οι βεντούζες. |
|||
'''βερεσμέντσα''', η: η έγκυος /η έμποδος. |
|||
'''βερκιλής, βερκιλίν''': παραγωγικός, εύφορος < (τουρ) verkili. |
|||
'''βιλαέτ'''', το: διοικητική περιφέρεια του Οθωμανικού Κράτους < (τουρ) vilayet. |
|||
'''βιντόφκας''', τα: τα σχοινιά. |
|||
'''βλαττία''', τα: μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα από την Τραπεζούντα κόκκινου χρώματος / το βλαττίν. |
|||
'''βόζια''', τα: τα ηνία του αλόγου. |
|||
'''βολετινός''', -ος, -όν: βολικός. |
|||
'''βολίζω''', ρ.: βουλιάζω / βουλίζω, βουλίουμαι. |
|||
'''βουδ'''', το: το βόδι / τα βούδ<u>α</u>, η βουρκέντ' = βουκέντρα, το βούτορον, τα βουτούρτα = βούτυρα. |
|||
'''βούκα''',η: η μπουκιά / βουκώνω . |
|||
'''βούρα''', η: η χούφτα / τα βούρας. |
|||
'''βουτυροχάρατσον''', το: φαγητό με βούτυρο και κρεμμύδι. |
|||
'''βραδ<u>ά</u>σκουμαι''', ρ.: βραδιάζομαι. |
|||
'''βραδή''', η: το βράδυ, η βραδιά / βράδον = βράδυ, τα βράδ<u>α</u> τα βράδια. |
|||
'''βρε<u>χ</u>ή''', η: η βροχή / τα βρε<u>χ</u>ία, βρε<u>χ</u>' = βρέχει. |
|||
'''βρακίν''', το: το βρακί / τα βρακία = σώβρακα. |
|||
'''βρασόλ'''', το: βραχιόλι / τα βρασόλ<u>α</u>. |
|||
'''βρούλα''', η: η φλόγα. |
Ατωριζνόν μορφήν τη 23:38, 15 Καλομηνά 2013
Έχουμες σελίδας για τεχνολογικά κι επιστημονικά θέματα ση Βικιπαίδειαν εμουν. Σε αήκα άρθρα χρειάσκουμες και λέξεις ντο 'κ έχομε σα ρωμαίικα τη Πόντονος τη παλαιών εμουν.
Λέξεις[επεξεργασία κώδικα]
- Αραπάν: Αυτοκίνητο
- Καρβώνιν: Άνθρακας
- Νοματέος: Διαχειριστής
- Γιαρίφς: Γραφειοκράτης
- Σατάρς: Βλάκας