πένομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι

Ρήμα

πένομαι

  1. (λόγιο) είμαι πάρα πολύ φτωχός , είμαι πένης

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

πένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen

Ρήμα

πένομαι

  1. (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο
  2. (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω
  3. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος
  4. (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι
  5. (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω